[…] Αλίμονο στους ζωντανούς! Και είμαστε πολλοί. Ζωντανοί – νεκροί πια με την κατάρα του προδομένου Νορδικού πνεύματος, παλιάτσοι, αυλικοί των λακέδων της νέας τάξης.
[…] Προδώσαμε την ελευθερία για χάριν του «καθωσπρεπισμού» τους. Σκοτώσαμε την ελεύθερη βούληση για να σώσουμε την ηθική που μας σερβίρανε. Διάβασε! Μέσα απο τους στίχους του Καρυωτάκη ξεπηδά η αλήθεια:
«Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι...»
Και τώρα σκλάβοι πάλι, προδομένοι, κατατρεχάμενοι, περιφερόμαστε στη μιζέρια του σύγχρονου τρόπου ζωής, συλλέγοντας τ’ αποφάγια των αφεντικών απο τους κάδους εργασίας […] υποχείρια των ψυχανώμαλων κεφαλαιοκρατών που εξουσιάζουν τις πόλεις μα και τις ψυχές μας.
[…] Εμείς οι ίδιοι τιμωρούμε το πνεύμα μας. Αλλιώς πως εξηγείται η ανοχή στους δυνάστες! Γραβατωμένοι υπάνθρωποι και γιάπηδες περιφέρονται στους ναούς της σύγχρονης δημοκρατίας, κάνοντας μπίζνες με το αίμα σου ως αυτόκλητοι διαχειριστές του βίου σου.
[…] Καίει η φωτιά του Προμηθέα και οργιάζουν οι ψυχές των αγωνιστών. Εκεί μιλά κι ο αθάνατος αν θες να τον ακούσεις: «ραγιάδες κι εσείς, ραγιάδες και τα παιδιά σας, ραγιάδες και τα παιδιά των παιδιών σας...»
Κι ήρθε πάλι η μέρα της υποταγής όπου σαν φοβισμένα ποντίκια, ανάξιοι της μεγαλοσύνης των γενεών που έθρεψαν τα ελληνικά χώματα, κλαψουρίζουμε εμείς και η μοίρα μας και απαντάμε «volo, non valeo» στα κελεύσματα της ψυχής! Τι ντροπή!
Δώσαμε οι ίδιοι τη δύναμη στο άψυχο χρήμα να κυβερνά τις ιερές πόλεις. Φέραμε τους κανίβαλους του χρυσού ante portas και τώρα προσπαθείς τάχα να επαναφέρεις την τάξη σ’αυτό το χάος. Με τι ακριβώς; Μπορείς τώρα να βλάψεις το σύστημα όσο μπορεί να βλάψει ένα μυρμήγκι εσένα […]
[…] Προδώσαμε την ελευθερία για χάριν του «καθωσπρεπισμού» τους. Σκοτώσαμε την ελεύθερη βούληση για να σώσουμε την ηθική που μας σερβίρανε. Διάβασε! Μέσα απο τους στίχους του Καρυωτάκη ξεπηδά η αλήθεια:
«Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι...»
Και τώρα σκλάβοι πάλι, προδομένοι, κατατρεχάμενοι, περιφερόμαστε στη μιζέρια του σύγχρονου τρόπου ζωής, συλλέγοντας τ’ αποφάγια των αφεντικών απο τους κάδους εργασίας […] υποχείρια των ψυχανώμαλων κεφαλαιοκρατών που εξουσιάζουν τις πόλεις μα και τις ψυχές μας.
[…] Εμείς οι ίδιοι τιμωρούμε το πνεύμα μας. Αλλιώς πως εξηγείται η ανοχή στους δυνάστες! Γραβατωμένοι υπάνθρωποι και γιάπηδες περιφέρονται στους ναούς της σύγχρονης δημοκρατίας, κάνοντας μπίζνες με το αίμα σου ως αυτόκλητοι διαχειριστές του βίου σου.
[…] Καίει η φωτιά του Προμηθέα και οργιάζουν οι ψυχές των αγωνιστών. Εκεί μιλά κι ο αθάνατος αν θες να τον ακούσεις: «ραγιάδες κι εσείς, ραγιάδες και τα παιδιά σας, ραγιάδες και τα παιδιά των παιδιών σας...»
Κι ήρθε πάλι η μέρα της υποταγής όπου σαν φοβισμένα ποντίκια, ανάξιοι της μεγαλοσύνης των γενεών που έθρεψαν τα ελληνικά χώματα, κλαψουρίζουμε εμείς και η μοίρα μας και απαντάμε «volo, non valeo» στα κελεύσματα της ψυχής! Τι ντροπή!
Δώσαμε οι ίδιοι τη δύναμη στο άψυχο χρήμα να κυβερνά τις ιερές πόλεις. Φέραμε τους κανίβαλους του χρυσού ante portas και τώρα προσπαθείς τάχα να επαναφέρεις την τάξη σ’αυτό το χάος. Με τι ακριβώς; Μπορείς τώρα να βλάψεις το σύστημα όσο μπορεί να βλάψει ένα μυρμήγκι εσένα […]